- άργαση
- η [αργάζω]1. η κατεργασία του δέρματος2. το βυρσοδεψικό υλικό στο οποίο τοποθετούνται τα δέρματα για κατεργασία3. η ανοιξιάτικη καλλιέργεια της γης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αργασιά — η 1. η άργαση 2. χωράφι σπαρμένο με όψιμους καρπούς … Dictionary of Greek